- ἀσχημονεῖν
- ἀσχημονέωbehave unseemlypres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безстоудьствовати — БЕЗСТОУДЬСТВ|ОВАТИ (8), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Вести себя бесстыдно, бесстыдничать: да наказани боудоуть не бестоудьствовати. (μὴ ἀσχημονεῖν) ΚΕ XII, 182а; Екитии еп(с)пъ... бестоудьствоу˫а ѡ нѣкоѥмь строѥнии. соупостатъ ѥсть. КР 1284, 120а; Иже аще кто… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κλαζομένιος — α, ο (Α κλαζομένιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη τής Μικράς Ασίας Κλαζομενές ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «κλαζομένια αγγεία» είδος αρχαίων αγγείων τής περίφημης αγγειοπλαστικής τέχνης τών Κλαζομενών β.… … Dictionary of Greek